Ιστορική αναδρομή

07.12.2016

Η χρήση των βδελλών ( Hirudo medicinalis)  για ιατρικούς  σκοπούς είναι από τις πιο αρχαίες θεραπευτικές μεθόδους  στην ιστορία της ιατρικής.

Η πρώτη αναφορά φαίνεται σε σανσκριτικές γραφές στην Ινδία.

Σύμφωνα με τη μυθολογία τών Hindu , o Dhavantari  , ο γιατρός που αποκάλυψε τα μυστικά της παραδοσιακής ινδικής ιατρικής στον κόσμο , κρατούσε το νέκταρ στο ένα χέρι και τη βδέλλα στο άλλο. H πλέον εκτεταμένη περιγραφή θεραπείας με βδέλλες στήν Ινδική βιβλιογραφία εμφανίζεται στά γραπτά του γιατρού Sushruta περί το 600 π.χ.

Στην Ευρώπη η ιατρική βδελλοθεραπεία θεωρήθηκε ως επιστημονική μέθοδος από την αρχή.

Η θεραπεία με βδέλλες ήταν αναπόσπαστο μέρος της συμβατικής και λαικής ιατρικής από την Αρχαιότητα μέχρι τον 19ο αιώνα, και στήν αρχή παρέμεινε στον χώρο τών εμπειρικών γιατρών.

Οι υποστηρικτές τών βδελλών τοποθετούσαν τα θεραπευτικά αποτελέσματα στήν επικρατούσα ιατρική άποψη κάθε εποχής και με αυτόν τον τρόπο η Βδελλοθεραπεία παρέμεινε τμήμα του οπλοστασίου κάθε εποχής.

Από τήν Αρχαιότητα μέχρι τόν 17ο αιώνα κυριαρχούσε στην ιατρική  η άποψη  τών χυμών του σώματος, δηλαδή όλες οι ασθένειες προκαλούνται από τήν ανισορροπία ενός από τα 4 υγρά του σώματος  ή τών χυμών, δηλαδή αίμα - φλέγμα -κίτρινη χολή και μαύρη χολή. Η Βδελλοθεραπεία όπως και η πολύ δημοφιλής τότε αφαίμαξη, εθεωρείτο το μέσον για τήν ελάττωση της μεγάλης αφθονίας τού αίματος και των χυμών του σώματος.

Άλλες ενδείξεις της Βδελλοθεραπείας τότε ήταν οι φλεγμονές , οι λοιμώξεις, τα καρδιολογικά προβλήματα και οι κυκλοφορικές διαταραχές.

Μετά τήν υποχώρηση της χυμικής παθολογίας μπαίνουμε σε μία εποχή κακής χρήσεως τών Βδελλών , που ονομάστηκε εποχή του Βαμπιρισμού , η οποία αρχίζει τον 18ο αιώνα και συνεχίζεται και τόν 19ο αιώνα.

Η εποχή επηρεάζεται από τίς απόψεις του γάλλου γιατρού F. Broussais (1772-1838) όπου η εφαρμογή τών Βδελλών είναι εκτεταμένη και όχι πάντα δικαιολογημένη.

Με τήν έναρξη του 19ου αιώνα, η Βδελλοθεραπεία είναι η σπουδαιότερη μέθοδος θεραπείας και γι αυτό υπήρχε μεγάλη ζήτηση Βδελλών, ώστε οι Αγγλοι γιατροί το 1810 να κάνουν εισαγωγές.

Στη Γαλλία που υπήρχαν πολλές Βδέλλες τις χρησιμοποιούσαν για κάθε πάθηση.

Ο Γάλλος γιατρός Broussais απέδιδε όλες τις παθήσεις σε φλεγμονή και πίστευε ότι παθολογικές μεταβολές στά τριχοειδή αγγεία τών ιστών ήταν η αιτία των ασθενειών.

Αφού λοιπόν οι φλεγμονές εθεωρείτο ότι ξεκινούν από τα αγγεία και είναι γνωστό ότι οι Βδέλλες τραβάνε αίμα από τα τριχοειδή αγγεία , τότε η χρήση τους είναι η μοναδική θεραπεία ειδικά για τις κοιλιακές φλεγμονές.

Ο Broussais  επίσης πίστευε ότι ήταν αναγκαίο να αφαιρείται αίμα όταν υπήρχε υπερβολική ζωτική ενέργεια ή περίσσεια ουσιών στήν διατροφή  με τις οποίες σχηματίζεται το αίμα. Σύμφωνα με αυτόν η περίσσεια αίματος (υπερβολική ποσότης αίματος) προκαλεί υπερβολική δύναμη ή διέγερση πού εκδηλώνεται με πυρετό, φλεγμονή ,συμφόρηση,σπασμούς και πόνο. Πρακτικά δηλαδή κάθε ασθένεια είχε ένδειξη για τήν χρήση  Βδελλών και σε μία συνεδρία μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν έως και 100 Βδέλλες. Αρκετά εκατομμύρια βδέλλες κάθε χρόνο χρησιμοποιούσαν στην Αγγλία ,Γαλλία και Γερμανία.

Γύρω στο 1850 η βδελλοθεραπεία σαν πρακτική άρχισε να υποχωρεί .Εν μέρει αυτό οφείλετο και στήν έλλειψη βδελλών που δημιουργήθηκε στήν Κεντρική Ευρώπη λόγω υπερβολικής κατανάλωσής τους και εισήγαγαν μεγάλες ποσότητες από την Κεντρική Ασία, γεγονός που προκάλεσε μεγάλη αύξηση του κόστους.

Ο κύριος όμως λόγος ήταν ότι τότε ανακαλύφθηκε ότι η αιτία πολλών παθήσεων ήταν τα βακτηρίδια, που οδήγησε σε έκρηξη μικροβιοφοβίας. Η χρήση τών βδελλών έπεσε απότομα ιδιαίτερα στα Νοσοκομεία, γιατί δεν ήταν δυνατόν να αποστειρωθούν οι βδέλλες χωρίς να σκοτωθούν. Οι εκπαιδευόμενοι ιατροί των Νοσοκομείων δέν συναντούσαν βδέλλες σε θεραπευτική χρήση και έτσι αυτή η μέθοδος θεραπείας έπεσε σε λήθη.

Το 1903 ανακαλύφθηκε ότι το σάλιο της Βδέλλας περιέχει μία ουσία που εμποδίζει το αίμα να πήξει. Η ουσία αυτή απομονώθηκε και ονομάστηκε Ιρουντίνη (hirudin),ενώ θεωρήθηκε ότι η χρήση της ως αντιπηκτικό θα είναι ευεργετική σε θρομβώσεις, εμβολές και έμφρακτα.

Στήν τρίτη δεκαετία τού εικοστού αιώνα , με τήν αύξηση τών χειρουργικών επεμβάσεων, οι θρομβώσεις και οι εμβολές έγιναν οι πιό συχνές μετεγχειρητικές επιπλοκές .Τότε θυμήθηκαν για τήν αντιπηκτική δράση τής Ιρουντίνης πού περιέχεται στό σάλιο τής Βδέλλας.

Επειδή η απόσπαση τής ουσίας αυτής από τήν Βδέλλα ήταν δύσκολη και πολύ ακριβή , συστήθηκε η άμεση εφαρμογή τών Βδελλών επάνω στόν ασθενή ώστε η Ιρουντίνη να εισέρχεται με τό "δάγκωμα" τής Βδέλλας. Μέσα σε λίγα χρόνια τα μεγαλύτερα Νοσοκομεία τής Ευρώπης χρησιμοποιούσαν τίς Βδέλλες με αυτή τήν ένδειξη , δηλαδή ώς αντιπηκτικό μετεγχειρητικά.

Μετά τόν Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο η εμφάνιση τής ηπαρίνης και τών άλλων αντιπηκτικών εξαφάνισε από τά Νοσοκομεία τίς Βδέλλες.

Τό 1970 η χρήση τους επέστρεψε στήν Πλαστική και Επανορθωτική Χειρουργική γιά τήν αντιμετώπιση τής μετεγχειρητικής φλεβικής συμφόρησης και τής απορρίψεως τών μασχευμάτων.Ταυτόχρονα έγιναν ιδιαίτερα δημοφιλείς στήν θεραπεία του χρονίου -νευροπαθητικού πόνου λόγω παθήσεων τών αρθρώσεων στά πλαίσια ρευματικων νόσων.